- εξαναδίδωμι
- ἐξαναδίδωμι (Α)αναδίδω, εκφέρω, βγάζω («ἐξανεδόθη λόχμης ἦχος» — αναδόθηκε, ακούστηκε από τη λόχμη ήχος, Πλανούδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξανάδοσις — ἐξανάδοσις, η (Α) [εξαναδίδωμι] εξάνθημα, φυσαλλίδα, φουσκάλα … Dictionary of Greek